άφθορος

άφθορος
η , ο [ος , ον ]
1) см. άφθαρτος; 2) см. αδιάφθορος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "άφθορος" в других словарях:

  • ἄφθορος — uncorrupt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφθορος — η, ο (AM ἄφθορος, ον) αδιάφθορος, αγνός αρχ. ανόθευτος, άκρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθορος < φθείρω (πρβλ. ανδροφθόρος, λαοφθόρος, οικοφθόρος] …   Dictionary of Greek

  • ἀφθόρως — ἄφθορος uncorrupt adverbial ἄφθορος uncorrupt masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθορον — ἄφθορος uncorrupt masc/fem acc sg ἄφθορος uncorrupt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόρου — ἄφθορος uncorrupt masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόρους — ἄφθορος uncorrupt masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόρων — ἄφθορος uncorrupt masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόρῳ — ἄφθορος uncorrupt masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθορα — ἄφθορος uncorrupt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθορε — ἄφθορος uncorrupt masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθοροι — ἄφθορος uncorrupt masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»